- ἀρχιποίμην
- ἀρχιποίμηνchief shepherdmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιποίμην — ἀρχιποίμην ( μένος), ο (AM) 1. ο πρώτος μεταξύ των ποιμένων, ο Ιησούς Χριστός 2. ο αρχιερέας … Dictionary of Greek
ἀρχιποιμένων — ἀρχιποίμην chief shepherd masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιποίμενα — ἀρχιποίμην chief shepherd masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιποίμενι — ἀρχιποίμην chief shepherd masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιποίμενος — ἀρχιποίμην chief shepherd masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ՀՈՎՈՒԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0122 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. ἁρχιποιμήν princeps pastorum. Գլուխ եւ պետ հովուաց. եւ Քրիստոս տէրն մեր. որ եւ Հօտապետ. եւ Փոխանորդն քրիստոսի. քահանայապետ. եպիսկոպոսապետ. ... *Վիճէին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)